- χαλκόπρῳρος
- χαλκό-πρῳρος, ον,A with prow of bronze, of ships, Poll.2.102.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκόπρωρος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που έχει χάλκινη πλώρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. κυανό πρῳρος, ὀξύ πρῳρος] … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek